-
1 коренной
επ.1. ιθαγενής, αυτόχθονας, γηγενής, ντόπιος•-ое население ο ντόπιος πληθυσμός•
-ые жители οι ντόπιοι κάτοικοι, οι ιθαγενείς.
2. ριζικός• βασικός, θεμελιώδης, ουσιαστικός•коренной вопрос βασικό ζήτημα•
-ые преобразования ριζικές μεταρρυθμίσεις.
|| ο κύριος, ο βασικός, ο μεγάλος•-ая мачта ιστός (ακάτιος) ο μεγάλος ή ο μεσαίος.
3. ουσ. βλ. коренник.εκφρ.- ые зубы – οι τραπεζίτες•- ая лошадь – βλ. коренник•-ое месторождение горной породы; -ая порода – κοίτασμα αυτόχθονο•- ым образом – επίρ. ριζικά, εκ θεμελίων. -
2 вал
I. 1. тех. о άξον/αςη άτρακτοςведущий - μετάδοσης κίνησης, κινητήριος -гребной - ελικοφόρος -, τελικός -гребной - с прерывистой облицовкой τελικός - με διακεκομμένη επένδυση (χιτώνια)дейдвудный - мор. τελικός - (στη χοάνη)жёсткий - άκαμπτος -, σταθερός -карданный – τύπου καρντάνкачающийся - η ταλαντούμενη άτρακτος, παρανεύων -коленчатый - на шариковых подшипниках στροφαλοφόρος - πάνω σε σφαιροτριβείςкулачковый - εκκεντροφόρος -, κνωδακοφόρος -- συστήματος μοχλών, η δευτερεύουσα άτρακτοςраспределительный - впускных (выпускных) клапанов κνωδακοφόρος - βαλβίδων εισαγωγής (εξαγωγής)трубчатый - σωληνωτός -, ενδο-ενωτικός -- ώσης(токарного станка) η βέργα/ράβδος πάσου του τόρνου2. (печатный) о κύλινδρος τυπογραφικού πιεστηρίου 3. (включающий) (тлф) ο μοχλός διακόπτηвращающийся - искателя ο περιστρεφόμενος μοχλός επιλογής.II.(земляная насыпь) το ανάχωμα, το ύψωμα.III.(высокая волна) το πανύψηλο/πολύ υψηλό κύμα της θάλασσας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вал
-
3 кардинальный
кардинальн||ыйприл κύριος, βασικός (главный)/ ριζικός (коренной)/ οὐσιώδης (существенный):\кардинальный вопрос τό κύριο ζήτημά \кардинальныйые нововведения οἱ ριζικοί νεωτερισμοί.